αγγειώνω

αγγειώνω
[αγγείο]
εφοδιάζω με αιμοφόρα αγγεία και, διά μέσου αυτών, με αίμα τα διάφορα όργανα τού σώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”